*Σ.τ.Μ: Σημείωμα της Μεταφράστριας
Η επιλογή του ονόματος του blog είναι ένας τρόπος απόδοσης φόρου τιμής στους αφανείς ήρωες, στους άγνωστους μεταφραστές, που πάντα μένουν στο περιθώριο. Σε αυτούς που το έργο τους συνήθως δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και το όνομά τους δεν αναφέρεται συχνά. Σε όλους αυτούς, που για πολλούς πρέπει να ξέρουν τα πάντα, αλλά για τους περισσότερους δεν κάνουν τίποτα. Είναι μια απάντηση στην ερώτηση: «Με τί ασχολείσαι; Α! Το σπούδασες;» και σε σχόλια τύπου: «Σιγά, μωρέ τη δουλειά! Ανοίγεις λεξικό, βρίσκεις λέξη, κλείνεις λεξικό». Η μετάφραση είναι πολλά παραπάνω από λεξικά και ηλεκτρονικά προγράμματα και η δουλειά του μεταφραστή δεν περιορίζεται στο τέλος μια σελίδας υπό το σύμβολο Σ.τ.Μ! Κι αν για πολλούς, οι μεταφραστές είναι «αόρατοι», εδώ συμμεριζόμαστε την άποψη του M. Serres για τους μεταφραστές, σύμφωνα με την οποία, οι μεταφραστές πρέπει να αποτελέσουν αναπόσπαστο κομμάτι της συντροφιάς των αγγέλων και να μην ξεχνούν ότι ... les pires Anges se voient; les meilleurs disparaissent…(οι χειρότεροι άγγελοι είναι ορατοί, οι καλύτεροι εξαφανίζονται). Με αυτό το blog θα εξαφανιστούμε σίγουρα, παναπεί θα γίνουμε καλύτεροι!
*Σ.τ.Μ.: Κι αν νομίζετε ότι σ’ αυτό το blog θα βρείτε μόνο Μεταφραστικά, γελιέστε! Σε αυτή την πόλη των Αγγέλων…ο Θεός είναι η Γλώσσα, την οποία και θα υμνούμε! ΕυΛόγησον!
Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010
Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010
Σύνδρομο Ξένης Προφοράς!
*Σ.τ.Μ.: Μέχρι τώρα είχα πολλούς λόγους να «χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο»! Τώρα μόλις βρήκα άλλον έναν...
Δείτε videos της Sarah και της Kay για να καταλάβετε περί τίνους πρόκειται!
http://www.youtube.com/watch?v=m4Z_WV_NE8Q&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=f-y-x88hU9Y
Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010
Η Νέα Καλιφόρνια
*Σ.τ.Μ.: Ένα μεγάλο μπράβο στον αξιόλογο μεταφραστή Κρίτων Ηλιόπουλο στις Εκδόσεις των Συναδέλφων και … στον Μπαρέτο! Τα μπράβο στους/στις προέδρους περιττεύουν!
Κυριακή 22 Αυγούστου 2010
Βιβλιοθήκη χωρίς Σύνορα!
Ρίξτε μια ματιά: http://www.bookcrossing.com/
*Σ.τ.Μ.: Τα βιβλία είναι σαν την τιμή. Τιμή δεν έχουν! Γι’ αυτό διαβάστε κι απελευθερώστε…
Τρίτη 10 Αυγούστου 2010
Live your myth in Greece...
Πόσες φορές έχουμε χαρακτηρίσει ραδιοφωνικά, τηλεοπτικά ή διαδικτυακά διαφημιστικά, πετυχημένα ή το αντίθετο; "Τα μακαρόνια να’ ναι Μισκο», «Σήμα καμπάνα», «Τυχαίο; Δεν νομίζω!», «Κάνει τα τζάμια αόρατα» κ.τ.λ. Και έχουμε αναρωτηθεί, πόσα πράγματα μπορούν ειπωθούν ή να εννοηθούν τελικά με την κατάλληλη ‘χρήση’ της γλώσσας στις διαφημίσεις! Ο Γλωσσολόγος απαντά, πως στη διαφημιστική επικοινωνία καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η προθετική λειτουργία της γλώσσας, που σκοπεύει στον επηρεασμό των σκέψεων, ενεργειών και συμπεριφορών των καταναλωτών καθώς και η αποδεκτότητα, τα συμπεράσματα δηλαδή που θα βγάλει ο κάθε δέκτης. Και ο διαφημιστής από την άλλη απαντά, πως το αποτέλεσμα αποτελεί συνδυασμό γλωσσικών επιλογών και κατάλληλων επιλογών από τον οπτικό και μουσικό κώδικα. Αφήνοντας τους άλλους κώδικες στην άκρη, ξεχωρίζουμε τον γλωσσικό, όπου οι αποκλίσεις από την 'νόρμα' και το σπάσιμο των γλωσσικών φραγμών, αποτελούν εργαλεία στα χέρια των διαφημιστών, ακριβώς γιατί ‘ενεργοποιούν’ την αισθητική λειτουργία του διαφημιστικού κειμένου, έτσι ώστε να προσελκύσει την προσοχή του δέκτη και να συμβάλλει στην ευκολότερη απομνημόνευση και την προοπτική αγοράς του προϊόντος. Η παραβίαση θα λέγαμε της γλώσσας δεν οδηγεί σε άρση της κειμενικότητας του διαφημιστικού κειμένου. Επαναλήψεις νεολογισμοί, πολυσημία, παραφράσεις, παραλληλισμοί, αντικαταστατικά στοιχεία (π.χ. αντωνυμίες), ελλειπτικές δομές, είναι κάποιες από τις επιλογές των διαφημιστών που κάνουν ευδιάκριτους τους κειμενικούς παράγοντες που το 1980 οι ερευνητές de Beaugrande και Dressler συνέταξαν για πρώτη φορά στο έργο τους “Introduction to Textlinguistics”. Οι κειμενικοί παράγοντες, δηλαδή συνοχή, συνεκτικότητα, προθετικότητα, αποδεκτότητα, πληροφορητικότητα, καταστασιακότητα και διακειμενικότητα, μπορούν να εξεταστούν σε κάθε διαφημιστικό κείμενο, αφού γι' αυτά γίνεται λόγος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι διαφημίσεις έντυπες κυρίως, που πάντα με συγκινούσαν γιατί τις θεωρούσα πολύ έξυπνες και πετυχημένες και όχι γιατί λένε πάντα την αλήθεια, είναι αυτές που κατατάσσονται θα λέγαμε στις κοινωνικές διαφημίσεις. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούν με τέτοιον τρόπο την γλώσσα και συνδυάζουν τόσο καλά μια εικόνα, που ως γνωστόν μια εικόνα χίλιες λέξεις, που πραγματικά μένω έκπληκτη!
*Σ.τ.Μ: Το σλόγκαν “Live your myth in Greece” όπως είπαμε δεν εξυπηρετεί πολύ πια τους σκοπούς μας ακριβώς λόγω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Περισσότεροι τουρίστες ξέρουν τα οικονομικά μας παρά την μυθολογία μας! Κι αφού το Δ.Ν.Τ. μας έχει κάνει, ως χώρα, παγκοσμίως γνωστούς και μας ξέρουν όλοι πια, θα πρότεινα το σλόγκαν να μετατραπεί σε: «Ταξιδέψτε στην Ελλάδα. Αυτήν ξέρετε, αυτήν εμπιστεύεστε». Δεν θα ήταν καλύτερο;
Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010
Μη μιλάς! Δεν είναι απαραίτητο!
*Σ.τ.Μ.: Υπάρχουν άνθρωποι, ανάμεσά τους κι εγώ, που δεν τους είναι εύκολο να πουν ούτε μια λέξη, αν δεν κάνουν ταυτόχρονα μορφασμούς και κινήσεις με τα χέρια ή/και το κεφάλι. Κι αναρωτιέμαι αν πρόκειται για ζήτημα εκφραστικότητας και πάθους για τα λεγόμενα ή αν είναι απομεινάρι της παλιάς χιμπατζήδικης ζωής μας!
Κυριακή 27 Ιουνίου 2010
Кирилица
Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010
Ojos de Brujo
Ζωγράφους, απατεώνες, νομάδες, ακόμα και γαιοσκώληκες έχουν πει τους μεταφραστές, με ανάλογες παρομοιώσεις και για τις μεταφράσεις τους. Δεν είναι άσχημο να προσπαθείς να κάνεις εικόνα την σκέψη σου ή να επιδίδεσαι σε διάφορους παραλληλισμούς προκειμένου να γίνει πιο παραστατική η γνώμη σου για τους μεταφραστές και το έργο τους. Μάλιστα όλη αυτή η διαδικασία με έβαλε στον πειρασμό να σκεφτώ κι εγώ έναν παραλληλισμό και…σκέφτηκα. Οι μεταφραστές είναι μάγοι! Και το έργο τους μαγικό! Γιατί όπως και να το κάνουμε η ίδια η γλώσσα είναι μαγεία, πόσο μάλλον το να κόβεις βόλτες σε μονοπάτια διαφορετικών πολιτισμών, σε δρόμους διαφορετικών σκέψεων και κοσμοθεωριών και σε λεωφόρους άλλων γλωσσών. Άλλωστε οι Μάγοι ήταν μηδική φυλή, τα μέλη της οποίας είχαν βαθιά γνώση της αστρολογίας και επιδίδονταν σε μαντικές τεχνικές. Το κύριο χαρακτηριστικό τους όμως ήταν ο πλούτος των γενικών αλλά και επιστημονικών γνώσεων τους. Όπως και οι μεταφραστές(!) Μέσα από τα μάτια ενός μάγου μπορείς να γνωρίσεις άλλους κόσμους και να βγεις κερδισμένος από αυτό. Και με τα αφτιά ενός μάγου, για να αφήσουμε τους ρομαντισμούς στην άκρη, να ακούσεις αυτό το τραγούδι από το συγκρότημα Ojos de Brujo http://www.ojosdebrujo.com/ που στα ισπανικά σημαίνει «Τα μάτια του Μάγου»: http://www.youtube.com/watch?v=oB-aa3SGefU
*Σ.τ.Μ.: ...εύχομαι, μετά από αυτόν τον παραλληλισμό, οι κυνηγοί μαγισσών να μην βάλουν στο στόχαστρο τους μεταφραστρές και ο Χάρι Πότερ και οι διάδοχοι του Γιούρι Γκέλερ να μην μου θυμώσουν!
Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010
Ο Θεός μας έπλασε τζάμπα!
«Για μένα η πιο σημαντική παραβολή είναι του Πλούσιου Πουλόνε*, που χλαπάκιαζε σα γουρούνι και δεν έδινε ούτε ένα ψιχουλάκι στους άλλους, γιατί σημαίνει όλο το κακό που γίνεται στη γη.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις Ηνωμένες Πολιτείες ή Γιούζα και την Ιαπωνία, από την άλλη μεριά βάζουμε τον Τρίτο Κόσμο, την Ινδία και τους αφρικάνους του σταθμού. Αυτοί οι λαοί είναι πιο απελπισμένοι κάθε μέρα που περνάει, δεν τρώνε, δεν πίνουνε, δεν έχουνε ένα νοσοκομείο εξοπλισμένο για τη λέπρα: κοιτάζουνε τα λιοντάρια και τίποτα άλλο. Στο μεταξύ στην Αμερική χορεύουνε και γιορτάζουνε, και η Ιαπωνία τα κατασκευάζει όλα αυτή, τόσο πλούσια που είναι. Στο Αρζάνο κάθε σπίτι-σιγά που δεν έχει ένα γιαπωνέζικο πράγμα, μέχρι και ρολόι με μπαταρία!
Αλλά τι κάνουνε γι’ αυτούς τους δυστυχισμένους λαούς οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία; Εγώ αν ήμουν η Αφρική ή η Ινδία, με όλα τα λεφτά των φτωχών μαζί θα έφτιαχνα ένα τεράστιο πύραυλο και θα το έριχνα στο κεφάλι της Βόρειας Αμερικής και της Ιαπωνίας, για να τους δείξω το κακό που μας κάνανε!
Αν το Αρζάνο εκδικηθεί για τη μιζέρια του, θα μαυρίσει το μάτι του Αντρεότι.**
*Πρόκειται για την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού. Επουλόνε είναι αυτός που συμμετέχει ή παραθέτει πλούσια γεύματα.
**Ο Αντρεότι έχει διατελέσει επανειλημμένως πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών.
*Σ.τ.Μ.: Οι πλούσιοι, η Ιαπωνία και οι U.S.A. ή Γιούζα ενοχλούν το μικρό ή μικρή. Και δε λέει ό, τι να’ ναι! Διευκρινίζει το παιδί: Βόρεια Αμερική. Αλλά έτσι, είναι από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια!
Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010
Γλώσσα Ανέστη!
*Σ.τ.Μ.: Μακάρι το Ισραήλ να χρησιμοποιούσε μόνο τη γλώσσα εις βάρος άλλων γλωσσών. Δυστυχώς τα πρόσφατα γεγονότα μας διαψεύδουν!
Κυριακή 6 Ιουνίου 2010
Erwfilh
Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010
Mariapedia (2)
Όσον αφορά την ύπαρξη θεωριών στην ελληνόφωνη μεταφρασεολογία, που σχετίζονται άμεσα με την ισοδυναμία και με το πώς πρέπει να μεταφράζει ο μεταφραστής προκειμένου να την επιτύχει, ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Παναγιώτη Κελάνδρια, σύμφωνα με τον οποίο, απαιτείται η υιοθέτηση κατάλληλων μεταφραστικών στρατηγικών παρά η υιοθέτηση συγκεκριμένων θεωρητικών μοντέλων για την επίτευξη ισοδυναμίας, αφού ούτως ή άλλως κανείς μεταφραστής δεν ξεκινά τη μεταφραστική διαδικασία, έχοντας αρχικά και εφαρμόζοντας εν τέλει μια (μόνο) μεταφραστική θεωρία. Άλλωστε τα θεωρητικά μοντέλα, βοηθούν το μεταφραστή να αντιμετωπίσει τις κατά περίπτωση δυσκολίες που συναντά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ίδιος θα ακολουθήσει μια συγκεκριμένη θεωρία. Όπως υποστήριζε και ο φιλόσοφος και επιστημολόγος L. Nanni, η θεωρία της μετάφρασης και η πράξη της μετάφρασης αντίστοιχα δεν μπορούν να είναι αποκομμένες αλλά πάντα θα βρίσκονται συνδεδεμένες, προσπαθώντας να δώσουν λύση στο πρόβλημα της επίτευξης ισοδυναμίας, καθώς δεν υφίσταται «θεωρητική εκδήλωση χωρίς πρακτική διάσταση, όπως επίσης δεν υπάρχει πρακτική δραστηριότητα δίχως θεωρία».
Θα αναφέρω επίσης και οπωσδήποτε την άποψη της Φρειδερίκης Μπατσαλιά, σύμφωνα με την οποία, όταν ερευνούμε την ύπαρξη ισοδυναμίας πρέπει να διευκρινίζουμε σε ποιο επίπεδο του κειμένου την αναζητούμε. Λόγω του ότι κάθε κείμενο εκφέρεται σε πολλαπλά επίπεδα: σημασιολογικό, λεξιλογικό, μορφο-συντακτικό, πραγματολογικό και υφολογικό, η ισοδυναμία είναι δύσκολο συνήθως να επιτευχθεί σε όλα τα επίπεδα ταυτόχρονα, γεγονός που εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη μας τη διαφοροποίηση του γλωσσικού συστήματος της γλώσσας-στόχος ή τη διαφορετική οργάνωση του πραγματολογικού χώρου της γλώσσας-πηγή. Έτσι, είναι αναπόφευκτο να μην υπάρχουν ‘μετατοπίσεις’ από τις οποίες θεωρούνται επιβεβλημένες οι ‘μετατοπίσεις’ εκείνες, που δεν θα εμποδίσουν την έκφραση του πρωτοτύπου και την επίτευξη της επικοινωνιακής του λειτουργίας.
Η προσωπική μου άποψη για την ύπαρξη ισοδυναμίας μεταξύ πρωτοτύπου και μεταφράσματος, ύστερα από την έρευνα όλων των παραπάνω θεωριών που έχουν κατά καιρούς ειπωθεί, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε ξεκάθαρη, ούτε απόλυτη. Άλλοτε, δηλαδή, υποστηρίζουμε πως επιτυγχάνεται η ισοδυναμία και άλλοτε όχι. Αυτό συμβαίνει διότι η μεταφραστική διαδικασία είναι πολύπλοκη διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνονται υπόψη πολλοί παράγοντες και το μεταφραστικό αποτέλεσμα μπορεί να αποτιμηθεί από διαφορετική κάθε φορά σκοπιά.
Πρώτον, πρέπει να εξετάσουμε το αν το προς μετάφραση κείμενο είναι οικονομικό, τεχνικό, νομικό, λογοτεχνικό κ.τ.λ. να εξετάσουμε, δηλαδή, το είδος του προς μετάφραση κειμένου και να αποφανθούμε για το αν πρόκειται για ειδικό κείμενο, για γενικό κείμενο ή για κείμενο που ανήκει στη σφαίρα της λογοτεχνίας και της ποίησης.
Η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στην περίπτωση λογοτεχνικών έργων ή ποιημάτων, γεγονός που εύκολα γίνεται αντιληπτό, αν σκεφτούμε ότι σε τέτοιου είδους κείμενα το vouloir dire του συγγραφέα ή του ποιητή αναζητείται ακόμα και από τους αναγνώστες του πρωτοτύπου. Ο παράγοντας της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, που εντοπίζεται ως επί το πλείστον σε λογοτεχνικά κείμενα, δυσκολεύει τη μεταφραστική διαδικασία. Οι περιορισμοί και οι δυσκολίες ίσως μειώνονται, όταν έχουμε να κάνουμε με «κοντινές» από πολιτισμική άποψη γλώσσες, αυτό όμως δε σημαίνει ότι εξαλείφονται εντελώς, όταν έχουμε να κάνουμε με «μακρινές» από πολιτισμική άποψη γλώσσες. Για παράδειγμα, η ισοδυναμία φαντάζει ως ανυπέρβλητο εμπόδιο όταν η γλώσσα-πηγή είναι λόγου χάρη τα ελληνικά και γλώσσα-στόχος τα κινέζικα και ως επιτεύξιμο στόχος, όταν η γλώσσα-πηγή είναι τα ελληνικά και γλώσσα-στόχος τα ιταλικά. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε και την άποψη των J. P. Vinay και J. Darbelnet σύμφωνα με του οποίους η κατά λέξη μετάφραση είναι η πιο εύκολη αλλά συνάμα και η πιο επικίνδυνη πρακτική, ιδίως σε γλώσσες και πολιτισμούς με πολλά κοινά σημεία. Ακόμα, τα ιδιαίτερα «εργαλεία» που έχει στη διάθεσή του ο κάθε συγγραφέας λογοτεχνικών έργων ή ο κάθε ποιητής, όπως οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι αλληγορικές εκφράσεις, τα διάφορα σχήματα λόγου κ.α. καθώς και ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής του κάθε συγγραφέα, που θα καθορίσει και το ύφος του κειμένου, αποτελούν επιπρόσθετα προβλήματα, τα οποία καλούνται να επιλύσουν οι εκάστοτε μεταφραστές λογοτεχνικών έργων.
Από την άλλη πλευρά, στη μετάφραση ενός ειδικού κειμένου, θεωρούμε ότι, η ισοδυναμία είναι ευκολότερο να επιτευχθεί λόγω της παγίωσης ορολογίας σε κάθε τομέα και η μετάφραση να διευκολυνθεί μέσα από ειδικά γλωσσάρια ή λεξικά. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη, ότι τα ειδικά κείμενα είναι αποκομμένα από κάθε είδους πολιτισμική ιδιαιτερότητα, καθώς γίνεται εύκολα αντιληπτό πως διαφέρει το νομικό, οικονομικό ή κοινωνιολογικό σύστημα από τη μια χώρα στην άλλη. Όπως αναφέρεται από την Αναστασία Παριανού στο άρθρο της «Διαπολιτισμική ειδική επικοινωνία» (2004): «Υπάρχουν και στα ειδικά κείμενα οι διακυμάνσεις ‘πολιτισμού’, όπως τις έχουμε συνηθίσει στα λογοτεχνικά κείμενα, που ίσως εκπλήσσουν τον μη ειδικό σε θέματα διαγλωσσικής ορολογίας». Στην συγκεκριμένη περίπτωση η μεγαλύτερη αδυναμία εντοπίζεται στις περιπτώσεις που η γλώσσα-στόχος είναι έλασσον γλώσσα, δηλαδή μειονοτική ή περιφερειακή γλώσσα, όπως η ελληνική, ακριβώς επειδή η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και επομένως της ορολογίας σε τομείς όπως η ιατρική, η γενετική, η πληροφορική κ.τ.λ. παρατηρείται κατά βάση σε μεγαλύτερης κλίμακας γλώσσες, όπως η αγγλική. Τι συμβαίνει σε περίπτωση που δεν έχει παγιωθεί κάποιος όρος, ύστερα από ένα νέο επίτευγμα της τεχνολογίας; Πρέπει η γλώσσα να προλάβει τις εξελίξεις ή οι εξελίξεις να προσαρμόζονται στην εκάστοτε γλώσσα; Η απάντηση όμως τέτοιων ερωτημάτων χρήζουν μεγαλύτερης ανάλυσης και επεξεργασίας, καθώς αναμφισβήτητα αποτελούν πρόβλημα κατά τη μεταφραστική διαδικασία.
Εκτός από την διευκρίνιση για το αν πρόκειται περί ειδικού ή λογοτεχνικού κειμένου, η έρευνα της ισοδυναμίας, απαιτεί κατά την γνώμη μου και τη διευκρίνιση για το επίπεδο του κειμένου (σημασιολογικό, μορφο-συντακτικό, πραγματολογικό, λεξιλογικό και υφολογικό) στο οποίο αναζητείται η ισοδυναμία. Θα συμφωνήσω με την άποψη της Φ. Μπατσαλιά και θα υπογραμμίσω, πως είναι δύσκολο ως και ακατόρθωτο εγχείρημα η επίτευξη ισοδυναμίας σε όλα τα επίπεδα του κειμένου ταυτόχρονα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μένουμε προσκολλημένοι στην αναζήτηση της ισοδυναμίας από την σκοπιά της Γλωσσολογίας, συμφωνώντας αυτή τη φορά με την άποψη του Β. Κουτσιβίτη ότι είναι η πιο «επικίνδυνη προσπάθεια στη μεταφρασεολογία το να προσπαθεί κανείς να περιορίσει τη μετάφραση στο επίπεδο της γλώσσας». Η συνεισφορά της Γλωσσολογίας στην ανάλυση του μεταφραστικού εγχειρήματος και στην αναζήτηση της ισοδυναμίας είναι αναμφισβήτητη, όμως δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι στους κόλπους της υποβόσκει μια ολοκληρωμένη απάντηση, καθώς δεν περιλαμβάνει άλλες βασικές πτυχές, όπως οι διάφοροι ψυχολογικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί και εξωγλωσσικοί παράγοντες.
Επομένως, αν ξαναθέσουμε το ερώτημα «Είναι επιτεύξιμη η ισοδυναμία κατά τη μεταφραστική διαδικασία;», μετά την παραπάνω ανάλυση, θα λέγαμε συνοψίζοντας, πως εξαρτάται από το είδος του κειμένου, το επίπεδο του κειμένου, από το αν προσεγγίζουμε το κείμενο από την πλευρά του συγγραφέα, του μεταφραστή ή του αναγνώστη του μεταφράσματος και τέλος από τον σκοπό του μεταφράσματος.
Αυτό, όμως, που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το κείμενο-στόχος να «ρέει» φυσικά στη γλώσσα-στόχος, χωρίς να «ξενίζει» τον αναγνώστη-δέκτη, αφήνοντας κενά στην κατανόηση του νοήματος, είτε έχουμε να κάνουμε με ειδικό είτε με λογοτεχνικό κείμενο. Αυτό συνεπάγεται όχι απλώς την σε βάθος γνώση της γλώσσας-στόχος και του πολιτισμού-στόχος από την πλευρά του μεταφραστή, καθώς και της ερευνητικής του ικανότητας, αλλά και την προσωπική του κρίση για εκείνες τις επιλογές, οι οποίες δεν θα αλλοιώνουν τη γλώσσα του μεταφράσματος με απώτερο και κατ’ ανάγκη στόχο την επίτευξη της ισοδυναμίας. Με άλλα λόγια, η ισοδυναμία δεν πρέπει να αποτελεί αυτοσκοπό κατά τη μεταφραστική διαδικασία. Προέχει ο σεβασμός προς τη γλώσσα-στόχος.
Τέλος, καθώς όπως ήδη αναφέρθηκε ο κλάδος της μεταφρασεολογίας είναι από τους νεότερους τομείς του επιστητού, όπως τόνιζε ήδη από το 1797 ο Γερμανός Νοβάλις στον Αύγουστο Σλέγκελ, μεταφραστή του Σαίξπηρ, «…σε κανέναν άλλον τομέα δεν υπάρχει τόση άγνοια όση στον τομέα της μετάφρασης. Θα μπορούσε όμως να αποτελέσει πραγματική επιστήμη και τέχνη», είναι σίγουρο πως οι συζητήσεις, οι θεωρίες, οι στρατηγικές και οι διάφορες προσεγγίσεις του φλέγοντος θέματος της ισοδυναμίας, αναμφισβήτητα θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων της Ελλάδας.
*Σ.τ.Μ.: Τώρα που το ξανασκέφτομαι, η συζήτηση για την Ισοδυναμία δεν έχει τέλος! Εγω απλώς παρέθεσα κάποιες από τις θεωρίες-απόψεις που έτυχε να πέσουν στα χέρια μου! Αν όμως ντε και καλά πρέπει να δώσουμε μια απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει ισοδυναμία ή όχι και αν τελικά μπορούν να αποδοθούν οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες από μια γλώσσα-πηγή σε μια άλλη γλώσσα-στόχος, τότε η απάντηση αυτή δεν μπορεί να είναι διαφορετική παρά μόνο πολυδιάστατη, όπως και το ίδιο το θέμα της ερώτησης. Υπάρχει ισοδυναμία, γιατί η κάθε γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, που εξελίσσεται, αλληλεπιδρά και προσαρμόζεται, όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι λαοί που τις ομιλούν και από την άλλη δεν υπάρχει γιατί αυτή η εξέλιξη, η αλληλεξάρτηση και η προσαρμογή διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα και επηρεάζεται από πλήθος παραγόντων. Το σημαντικότερο είναι να μην ξεχνάμε πως κάθε γλώσσα είναι «μαγεία», όπως και ο κάθε πολιτισμός που υπάρχει (ή υπήρξε) στον πλανήτη μας. Αν ήταν να χάναμε έστω και κάτι από αυτή τη γλωσσική ή πολιτισμική «μαγεία», προκειμένου να είναι επιτεύξιμη η ισοδυναμία, τότε τι να πω; Καλύτερα να μην επιτευχθεί ποτέ!
Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010
Mariapedia (1)
Ο ρώσος δομιστής R. Jakobson (1896-1982) ήταν αυτός που στο έργο του On Linguistic Aspects of Translation (1957) ανέφερε πρώτος τον όρο «ισοδυναμία» και τόνισε την ύπαρξη τριών ειδών μεταφράσεων: της ενδογλωσσικής μετάφρασης (αναδιατύπωση), της ερμηνείας δηλαδή σημείων μέσω άλλων σημείων της ίδιας γλώσσας, της διασημειωτικής (μετάλλαξη), της ερμηνείας δηλαδή σημείων μέσω συμβόλων και της διαγλωσσικής (καθαυτή μετάφραση), της ερμηνείας δηλαδή σημείων μέσω μιας άλλης γλώσσας. Η ύπαρξη ή όχι της ισοδυναμίας δεν αφορά μόνο το τρίτο είδος μετάφρασης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά μπορεί να αναζητηθεί η ύπαρξή της και στα άλλα είδη. Επίσης, θα πρέπει να ερευνηθεί και να αναλυθεί το γεγονός, αν τελικά είναι επιτεύξιμη ή όχι η ισοδυναμία, λαμβάνοντας υπόψη και το είδος της μετάφρασης∙ αν δηλαδή έχουμε να κάνουμε με οικονομικό, νομικό, τεχνικό, λογοτεχνικό κ.τ.λ. κείμενο. Η ισοδυναμία, λοιπόν, δεν έχει να κάνει μόνο με το είδος της μετάφρασης (ενδογλωσσική, διαγλωσσική, διασημειωτική) αλλά και με το είδος του προς μετάφραση κειμένου. Σύμφωνα με τον R. Jakobson, ο οποίος ανάγει την ισοδυναμία εν διαφορά σε πρώτιστο πρόβλημα της γλώσσας και επίκεντρο της Γλωσσολογίας, το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις γλώσσες, άλλοτε μεγαλύτερες και άλλοτε μικρότερες, δεν καθιστά τη μετάφραση αδύνατη∙ αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι να αναγκάζεται ο μεταφραστής να καταφεύγει στη χρήση δανείων, νεολογισμών, σημειωτικών μετατοπίσεων κ.τ.λ.
Σύμφωνα και πάλι με τον R. Jakobson η μετάφραση γεννήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και οι δυο εξέχουσες προσωπικότητες που επηρέασαν την πορεία της ήταν ο Κικέρωνας και ο Οράτιος. Αν και επρόκειτο για μια πρώιμη ακόμα εποχή, βλέπουμε να έχει ήδη γίνει η διάκριση μεταξύ μετάφρασης λέξεων (word for word translation) και μετάφρασης νοημάτων (sense for sense translation) ή διαφορετικά να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην «κατά λέξη» και την «ελεύθερη» μετάφραση καθώς και τη σαφή κλίση, τόσο του Κικέρωνα όσο και του Οράτιου, προς την δεύτερη. Η επιλογή της μετάφρασης νοημάτων δεν ήταν τυχαία αλλά συνοδευόταν και καθοδηγούνταν παράλληλα από ένα αίσθημα ευθύνης και καθήκοντος προς τους αναγνώστες του μεταφράσματος. Προφανώς από την εποχή εκείνη γινόταν κατανοητό πως το ζητούμενο στη μετάφραση είναι να κατανοήσει και να αισθανθεί ο αναγνώστης του κειμένου-στόχος αυτά ακριβώς που θα κατανοήσει και θα αισθανθεί ο αναγνώστης του κειμένου-πηγή.
Τον 15ο αιώνα ο ρόλος της μετάφρασης άλλαξε κατά πολύ λόγω της ανακάλυψης της τυπογραφίας από τη μια πλευρά και των γενικότερων κοινωνικών ανακατατάξεων και επιστημονικών ανακαλύψεων από την άλλη. Οι αλλαγές αυτές κατέδειξαν την ανάγκη δημιουργίας μιας μεταφραστικής θεωρίας. Μια πρώτη προσπάθεια γίνεται από τον E. Dolet το 1540, όταν δημοσιεύει τις 5 αρχές βάσει των οποίων θα πρέπει να δουλεύουν οι μεταφραστές, δίνοντας έμφαση στην κατανόηση και εκτίμηση του πρωτοτύπου καθώς και στη διευκρίνιση της θέσης που πρόκειται να κατέχει το μετάφρασμα στον πολιτισμό της γλώσσας-στόχος. Οι αρχές αυτές υιοθετήθηκαν και εμπλουτίστηκαν μετά το 1558 από τον μεταφραστή των ομηρικών επών G. Chapman, ο οποίος συνοπτικά υποστήριζε ότι ο μεταφραστής πρέπει: α) να αποφεύγει τη λέξη προς λέξη μετάφραση, β) να αιχμαλωτίζει το πνεύμα του πρωτοτύπου και γ) να αποφεύγει τις πολύ «χαλαρές» μεταφράσεις, συμβουλευόμενος άλλες εκδοχές, ερμηνείες και επιστημονικές έρευνες σχετικά με το προς μετάφραση κείμενο. Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η χρησιμοποίηση της καθομιλουμένης γλώσσας και ενός σύγχρονου ύφους.
Τον αμέσως επόμενο αιώνα σημειώνεται μια στροφή προς στους Έλληνες και Γάλλους κλασσικούς συγγραφείς και τα έργα τους μεταφράζονται περισσότερο από ποτέ. Οι προσωπικότητες που ξεχωρίζουν τον 17ο αιώνα για τις απόψεις τους περί μετάφρασης ήταν οι ποιητές J. Denham και A. Cowley, που υποστήριξαν την αναπαραγωγή του κεντρικού πυρήνα του πρωτοτύπου από το μεταφραστή σε ένα έργο ισοδύναμο του πρωτοτύπου αλλά δοσμένου σε διαφορετικό κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Στον αντίποδα των δυο προαναφερθέντων έρχεται η θεωρία του J. Dryden και η διάκριση των μεταφραστικών τακτικών σε μετά-φραση (λέξη προς λέξη), παρά-φραση (μετάφραση νοημάτων) και μιμητισμό (τροποποίηση του πρωτοτύπου κατά βούληση), υιοθετώντας την μετάφραση νοημάτων/παρά-φραση και απορρίπτοντας τις άλλες δυο, ως ακραίες εκφάνσεις της μεταφραστικής διαδικασίας.
Αργότερα ο S. Johnson μετατόπισε την έμφαση στον αναγνώστη υπογραμμίζοντας ότι σκοπός του κάθε συγγραφέα είναι να διαβάζονται τα κείμενά του από τους εκάστοτε σύγχρονους αναγνώστες. Από την εν λόγω αρχή πηγάζει και η ηθική ευθύνη του μεταφραστή απέναντι στον αναγνώστη, μια θέση που σημάδεψε τις περί μετάφρασης αντιλήψεις τον 18ο αιώνα. Την ίδια εποχή συναντούμε την προσέγγιση του J. W. von Goethe, για τον οποίο ο μεταφραστής θα πρέπει να εντοπίσει και να αναπαράγει τις καθολικές βαθιές δομές του πρωτοτύπου σε ένα κείμενο με νέα μορφή και δομή που όμως αντικατοπτρίζει τη μοναδικότητα του πρωτοτύπου, αλλά και την προσέγγιση του A. F. Tytler, για τον οποίο ο ικανός μεταφραστής χρησιμοποιώντας τα δικά του μέσα αναπαράγει το «πνεύμα» και το «αποτέλεσμα» του πρωτοτύπου χωρίς όμως η μετάφρασή του να γίνεται ελεύθερη. Σε γενικές γραμμές ο ρόλος του μεταφραστή τον 18ο αιώνα είναι υποβαθμισμένος, πράγμα που εύκολα δικαιολογείται αν λάβουμε υπόψη μας ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου της εποχής εκείνης είχε πρόσβαση στα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, τις βασικές γλώσσες αφετηρίας, οπότε μπορούσαν να διαβάσουν όλα τα μεγάλα έργα στο πρωτότυπο και κατ’ επέκταση να μη θεωρούν τη μετάφραση αναγκαία.
Το ζήτημα της ισοδυναμίας στη μετάφραση εξακολουθεί να δημιουργεί αντιπαραθέσεις και τον 19ο αιώνα και στρέφεται κυρίως προς το μεταφραστή: από τη μια βρίσκονταν οι υποστηρικτές του δημιουργικού πνεύματος του μεταφραστή που συνδυάζεται με το πνεύμα του συγγραφέα και διανθίζει τη λογοτεχνία και τη γλώσσα στον πολιτισμό-στόχος, στον οποίο απευθύνεται το μετάφρασμα και από την άλλη υπήρχαν και όσοι οριοθετούσαν το ρόλο του μεταφραστή στο να «γνωστοποιεί» το κείμενο ή το συγγραφέα, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην επίτευξη ενός ισοδύναμου κειμένου. Μέσα σε αυτό το κλίμα βλέπουμε τον F. Schleiermacher και τη θεωρία του για μια ξεχωριστή γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά στη λογοτεχνική μετάφραση, θέση που υιοθετήθηκε και από άλλους μεταφραστές, όπως οι T. Carlyle και W. Moris. Οι δυο τελευταίοι, στις μεταφράσεις τους χρησιμοποίησαν ένα ύφος αρχαϊκό με πολλές γλωσσικές δυσκολίες και αρκετά απομακρυσμένο από τη γλώσσα της σύγχρονης ζωής, με αποτέλεσμα εκ των πραγμάτων οι μεταφράσεις τους να απευθύνονται σε περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Η πρώτη αναφορά για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας, σε αυτή την περίπτωση, γλώσσας και τη διευκόλυνση της επικοινωνίας των επιστημόνων, επομένως της μετάφρασης ειδικών κειμένων θα λέγαμε σήμερα, διατυπώθηκε από τον Ισαάκ Νεύτωνα, ο οποίος έγραφε ότι οι διάλεκτοι της κάθε γλώσσας είναι τόσο διαφορετικές και αυθαίρετες, ώστε από αυτές να μην δύναται να δημιουργηθεί μια γενική γλώσσα παρά μόνο από τη φύση των ίδιων των πραγμάτων, η οποία είναι η ίδια σε όλα τα έθνη και σε όλες τις γλώσσες. Και για μια ακόμα φορά εμείς των θεωρητικών βρίσκουμε μπροστά μας τον Νεύτωνα!
Ο F. Schleiermacher από την άλλη πλευρά δηλώνει απερίφραστα πως «…η μετάφραση λογοτεχνικών και θεωρητικών κειμένων μοιάζει ανέφικτη, αφού το νόημα του κειμένου-πηγή διατυπώνεται σε μια γλώσσα, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με μια συγκεκριμένη κουλτούρα και στην οποία η γλώσσα-στόχος δεν μπορεί ποτέ να αντιστοιχεί απόλυτα». Αυτό που πρωτίστως απασχολεί τον Schleiermacher είναι το αν μέσω του μεταφραστή θα πρέπει ο αναγνώστης να έρχεται κοντά στον συγγραφέα του πρωτοτύπου ή ο συγγραφέας κοντά στον αναγνώστη του κειμένου-στόχος. Ο ίδιος προτιμά την πρώτη περίπτωση και τονίζει πως ο μεταφραστής πρέπει να δίνει αξία στο ξένο και να το μεταφέρει στη γλώσσα-στόχος, προκειμένου ο αναγνώστης του μεταφράσματος να σχηματίσει την ίδια άποψη που θα σχημάτιζε και ο αναγνώστης του πρωτοτύπου, δημιουργώντας υπό αυτήν την έννοια ισοδύναμα κείμενα. Την περίοδο αυτή ο ρόλος του μεταφραστή υποβαθμίζεται σημαντικά και οι μεταφράσεις που παράγονται για το κοινό της ελίτ είναι κυριολεκτικά αποδόσεις του πρωτοτύπου, μια θέση εκ διαμέτρου αντίθετη με όσα υποστήριξαν αιώνες πριν ο Κικέρωνας και ο Οράτιος.
Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα συνεχίζονται οι αντιλήψεις περί κυριολεκτικής, αρχαϊκής μετάφρασης που απευθύνεται σε ένα περιορισμένο, λόγιο κοινό. Υπήρξαν όμως και ορισμένες φωνές που διαφοροποιήθηκαν, όπως ο E. Pound, ο οποίος προχώρησε σε μια συστηματική προσέγγιση των μεταφραστικών προβλημάτων. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η επιστήμη της Γλωσσολογίας επηρέασε αρκετές σύγχρονες μεταφραστικές προσεγγίσεις, μεταξύ των οποίων και η κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση του E. Nida. Η προσέγγιση του Nida εστιάζει στα δομικά στοιχεία του κειμένου ενώ παράλληλα προσδίδει έμφαση στο στόχο της μετάφρασης, στο ρόλο του μεταφραστή, στους αποδέκτες και στις πολιτισμικές πολυπλοκότητες της γλώσσας-στόχος, ενώ ο ίδιος είναι ο θεμελιωτής της «βιβλικής» προσέγγισης της μετάφρασης στη σύγχρονη εποχή. Ο ίδιος εισάγει τις έννοιες «μορφική ισοδυναμία» ως συνώνυμη της «κατά λέξη μετάφρασης» και «δυναμική ισοδυναμία» ως συνώνυμη της «ελεύθερης μετάφρασης», επηρεάζοντας καθοριστικά τον προσανατολισμό της θεωρίας της μετάφρασης προς το δέκτη-αναγνώστη. Ο Nida παραθέτει μια σειρά από τεχνικές, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν τον μεταφραστή να προσδιορίσει τη σημασία διαφορετικών γλωσσικών στοιχείων, να διευκρινίσει δυσνόητα αποσπάσματα, να εντοπίσει τις πολιτισμικές διαφορές, καθώς και να ξεκαθαρίσει τις αμφισημίες, που συναντά κατά τη μεταφραστική διαδικασία, προκειμένου να φτάσει στην καλύτερη δυνατή απόδοση του μηνύματος της γλώσσας-πηγή.

Το 1965, ο J. Catford στο έργο του A Linguistic Theory of Translation, υιοθετώντας το γλωσσολογικό μοντέλο των J. Firth και M. Halliday, προσεγγίζει περισσότερο και πάλι από γλωσσολογική σκοπιά την έννοια της ισοδυναμίας και εισάγει το ζήτημα των μεταφραστικών «αλλαγών». Σύμφωνα με τον Catford το ισοδύναμο στη γλώσσα-στόχος μπορεί να αναζητηθεί για κάθε λέξη ή μόρφημα (μορφική αντιστοιχία), ή μπορεί να αναζητηθεί και σε επίπεδο πρότασης ή φράσης. Η γλωσσολογική προσέγγιση του J. Catford ήταν ο λόγος που το έργο του υπέστη κριτική. Η κριτική αυτή ήταν εντονότατη δύο δεκαετίες αργότερα από την πλευρά κυρίως της M. Snell-Hornby, η οποία στο έργο της Translation Studies: An Intergrated Approach (1988), αναφέρει πως η μεταφραστική διαδικασία δεν μπορεί να ιδωθεί αποκλειστικά από την πλευρά της Γλωσσολογίας, όπως υποστήριξε ο Catford αλλά και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, καθώς η μετάφραση περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από μια απλή γλωσσολογική ανάλυση για την επίτευξη ισοδυναμίας, εφόσον αποτελεί συγκερασμό πολιτισμών και καταστάσεων.
Παράλληλα αναπτύσσεται η Γερμανική Σχολή και η αρχική προσπάθεια γίνεται το 1971 από την K. Reis, η οποία εισάγει το μεταφραστικό της μοντέλο το οποίο βασίζεται α) στην αρχή της ισοδυναμίας, β) στα κειμενικά είδη και γ) στη λειτουργική σχέση μεταφράσματος-πρωτοτύπου. Η Reis δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην ισοδυναμία στο επίπεδο του κειμένου και αναγνωρίζει, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η ισοδυναμία μεταξύ πρωτοτύπου και μεταφράσματος δεν είναι επιθυμητή ενώ κατανοεί πως στην πρακτική εφαρμογή της μεταφραστικής διαδικασίας πρέπει να γίνουν εξαιρέσεις. Αυτές οι εξαιρέσεις αποσαφηνίζονται από τις οδηγίες προς τον μεταφραστή (translation brief), όπου ορίζεται ο στόχος και η λειτουργία που αναμένεται να έχει το μετάφρασμα στη γλώσσα-στόχος.
Με την πάροδο των ετών, ορισμένοι θεωρητικοί, όπως ο W. Koller, αναγνωρίζουν την ανάγκη για την υιοθέτηση κάποιων τεχνικών (προσαρμογή, παράφραση, μη κυριολεκτική μετάφραση) που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των αναγνωστών-αποδεκτών. Άλλωστε ο Koller είναι αυτός που διαφοροποιεί την ισοδυναμία (Äquivalenz) από την αντιστοιχία (Korrespondenz) και επισημαίνει ότι η γνώση των αντιστοιχιών δηλώνει τη γλωσσική ικανότητα, ενώ η δυνατότητα ανεύρεσης των κατάλληλων ισοδυναμιών αποτελεί τη μεταφραστική ικανότητα. Ωστόσο, οι εν λόγω τεχνικές προτιμώνται για τα κείμενα μη λογοτεχνικής φύσης και η ασυμφωνία μεταξύ θεωρίας και πράξης εξακολουθεί να υπάρχει. Ο Koller επίσης προτείνει πέντε διαφορετικά είδη ισοδυναμίας∙ την «δηλωτική ισοδυναμία» (αφορά την ισοδυναμία του εξωγλωσσικού περιεχομένου του κειμένου), την «συνδηλωτική ισοδυναμία» (αφορά τις λεξιλογικές επιλογές του μεταφραστή), την «κειμενοκανονιστική ισοδυναμία» (αφορά το είδος του κειμένου), την «πραγματολογική ή επικοινωνιακή ισοδυναμία» (αφορά τον προσανατολισμό του κειμένου προς το δέκτη) και τέλος την «μορφική ισοδυναμία» (αφορά την αισθητική και την τελική μορφή που παίρνει το κείμενο).
Στη δεκαετία του 1970 εμφανίζεται και ο H. Vermeer, ο οποίος με ένα άρθρο του, σηματοδοτεί την εμφάνιση της μεταφραστικής προσέγγισης του Λειτουργισμού. Ο Vermeer προεκτείνει την προσέγγιση της Reis και αποδεικνύει, ότι η μετάφραση ως ανθρώπινη δραστηριότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με κάποιο συγκεκριμένο στόχο. Ο εν λόγω στόχος ονομάζεται «Σκοπός» (Skopos) της μετάφρασης και διαμορφώνεται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και τον πολιτισμό, ενώ υπαγορεύεται από τους αποδέκτες της μετάφρασης στη γλώσσα-στόχος. Το σύνολο των περί μετάφρασης αντιλήψεων του H. Vermeer αποτελεί την «Θεωρία του Σκοπού» (Skopostheory), η οποία παρουσιάζεται στο έργο που έγραψε με την K. Reiss Grundlegung einer allgemeinen Translationstheorie (1984). Με τη «Θεωρία του Σκοπού» και τον Λειτουργισμό δίνεται μεγαλύτερη έμφαση και ευθύνη στον μεταφραστή, παραγκωνίζονται οι συγκριτικές προσεγγίσεις, η αρχή της ισοδυναμίας περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει διαφοροποίηση της λειτουργίας του κειμένου-στόχος από το κείμενο-πηγή, ενώ η μετάφραση αντιμετωπίζεται πλέον ως διεπιστημονικός κλάδος (μεταφρασεολογία).
Ένα βήμα πέρα από τον H. Vermeer προχωράει η J. H. Mänttäri, της οποίας η θεωρία αποσκοπεί στο να καλύψει κάθε μορφή διαπολιτισμικής μεταφοράς ακόμη και σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει κείμενο-στόχος και κείμενο-πηγή. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της θεωρίας της είναι ότι αποφεύγει να μιλάει για «μετάφραση» και προτιμά αντί αυτού τον όρο «μεταφορείς μηνύματος» (message transmitters), δηλαδή ένα συνδυασμό γραπτού κειμένου με εικόνες, ήχους και κινήσεις του σώματος που δημιουργείται από ειδικούς με στόχο να μεταδοθεί το μήνυμα χωρίς γλωσσικούς και πολιτισμικούς περιορισμούς. Ακόμη προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση στα πρόσωπα που εμπλέκονται σε μια μετάφραση, σε χαρακτηριστικά όπως ο χώρος, ο χρόνος, το μέσο μετάδοσης και τέλος ορίζει τη μετάφραση ως μια σύνθετη επικοινωνιακή δραστηριότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο σκοπό και περιλαμβάνει ένα σύνολο συμμετεχόντων, άποψη που συμμερίζεται και εφαρμόζει και η C. Nord.
Η C. Nord, λοιπόν, στη προσέγγισή της περιλαμβάνει την ανάλυση εξωκειμενικών και διακειμενικών παραμέτρων της επικοινωνίας, ενώ υποστηρίζει πως ο μεταφραστής δύναται να εντοπίσει τα προβλήματα που ενδέχεται να αντιμετωπίσει κατά τη μεταφραστική διαδικασία, εάν συγκρίνει το σκοπό της μετάφρασής του με τις λειτουργίες που επιτελεί το κείμενο-πηγή στον αντίστοιχο κόσμο. Η Nord αναφέρεται στη φύση της γλώσσας των λογοτεχνικών κειμένων και μάλιστα σε περιπτώσεις λογοτεχνικών έργων στα οποία η γλώσσα αποκλίνει σημαντικά από συνήθη λογοτεχνικά μοντέλα. Στο βιβλίο της Text Analysis in Translation:Theory, Methodology and Didactic Application of a Model for Translation-Oriented Text Analysis (1988/1991), η C. Nord εκθέτει τέσσερις παραμέτρους βάσει των οποίων μας δίνεται η δυνατότητα να αποσαφηνίσουμε τη λογοτεχνική επικοινωνία των δυο πολιτισμών (αφετηρίας και αφίξεως) καθώς και την πολιτισμική απόσταση ανάμεσα τους. Οι παράμετροι αυτοί είναι οι εξής: α) η σχέση της πρόθεσης του συγγραφέα με το κείμενο, β) η σχέση της πρόθεσης του συγγραφέα με τις προσδοκίες των αποδεκτών, γ) η σχέση του πραγματικού κόσμου με τον κόσμο του κειμένου-πηγή και δ) η σχέση μεταξύ του αποδέκτη και του κειμένου.
Από την άλλη πλευρά, «η επικοινωνιακή κατάσταση» της μεταφραστικής διαδικασίας, εκφράζεται και από τους B. Hatim και I. Mason μέσω των έργων τους Discourse and the Translator (1990) και The Translator as a Communicator (1997), τα οποία επηρέασαν τη μεταφρασεολογία και άσκησαν επιρροή στη δεκαετία του 1990. Οι Hatim και Mason εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνικές σχέσεις μεταβιβάζονται από τη μια γλώσσα στην άλλη μέσω της μετάφρασης, επιτυγχάνοντας ισοδύναμο αποτέλεσμα. Πιο συγκεκριμένα, οι ίδιοι διακρίνουν «δυναμικά» και «σταθερά» στοιχεία σε ένα κείμενο∙ τα περισσότερα «σταθερά» κείμενα-αφετηρίας απαιτούν μια «αρκετά κατά λέξη προσέγγιση», ενώ στα «δυναμικά» κείμενα-αφετηρίας «ο μεταφραστής αντιμετωπίζει πιο ενδιαφέρουσες προκλήσεις και ενδέχεται η κατά λέξη μετάφραση να μην αποτελεί πια επιλογή». Κεντρικός πυρήνας, ωστόσο, των έργων τους είναι ο επικοινωνιακός σκοπός της μεταφραστικής διαδικασίας και η άποψη ότι ο μεταφραστής έχει ελευθερία μέσων αρκεί να επιτύχει ένα εύστοχο επικοινωνιακό αποτέλεσμα, άποψη την οποία συμμερίζεται και ο Nida.
Το 1997, η J. House με το αναθεωρημένο έργο της A Model for Translation Quality και εμφανώς επηρεασμένη από τον M. Halliday δίνει τη δική της προσέγγιση για το ζήτημα της ισοδυναμίας. Σύμφωνα με την ίδια, η συγκριτική ανάλυση ανάμεσα σε ένα κείμενο-πηγή και ένα κείμενο-στόχος μας επιτρέπει να αποτιμήσουμε την ποιότητα της μετάφρασης και να εξετάσουμε την ύπαρξη ή όχι ισοδυναμίας. Μετά την αποτίμησή της, η μετάφραση μπορεί να κατηγοριοποιηθεί είτε ως έκδηλη ή ανοιχτή (overt) είτε ως συγκεκαλυμμένη ή κλειστή (covert). Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια μετάφραση, η οποία «έκδηλα» δεν απευθύνεται άμεσα στους δέκτες του μεταφράσματος, από την άποψη ότι «το κοινό προς το οποίο απευθύνεται είναι αρκετά ανοιχτό, ώστε να μη μπορεί να θεωρηθεί ότι απευθύνεται κατ’ ευθείαν και αμέσως σ’ αυτό», ενώ στη δεύτερη περίπτωση της συγκεκαλυμμένης μετάφρασης έχουμε μια μετάφραση, η οποία «επέχει στην κουλτούρα-στόχος τη θέση ενός πρωτότυπου κειμένου-πηγή», αναδεικνύει δηλαδή ένα κείμενο σε πρωτότυπο κείμενο και όχι σε μετάφρασμα. Για να επιτευχθεί το δεύτερο είδος μετάφρασης η Hause αναφέρει ότι ο μεταφραστής πρέπει να χρησιμοποιεί το επονομαζόμενο «πολιτιστικό φίλτρο» (cultural filter), ώστε να τροποποιηθούν τα πολιτισμικά στοιχεία και να δημιουργηθεί η εντύπωση στους δέκτες του μεταφράσματος ότι το κείμενο-στόχος είναι ένα πρωτότυπο κείμενο.
Ο όρος «φίλτρο» στις θεωρίες περί ισοδυναμίας αναφέρεται και στην πρόσφατη (2007) έρευνα της H. Pekkanen, η οποία περιγράφει τον συγγραφέα και τον μεταφραστή ως ένα ντουέτο δυο παράλληλων φωνών, που συμμετέχουν σε μια μουσική αναπαράσταση του έργου τού συγγραφέα, χωρίς όμως να λείπουν και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του μεταφραστή. Η μεταφορά αυτή χρησιμοποιείται από την ίδια προκειμένου να δείξει ότι το κείμενο-στόχος πάντα αποτελεί εκδοχή του πρωτότυπου κειμένου, που φιλτράρεται από τον μεταφραστή και ότι τελικά η ισοδυναμία μπορεί να ερευνηθεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες: από την πλευρά του κειμένου-πηγή και της κουλτούρας-πηγή, από την πλευρά του κειμένου-στόχος και της κουλτούρας-στόχος και τέλος από την πλευρά του ίδιου του μεταφραστή. Για να κρίνουμε λοιπόν μια μετάφραση και να αποφανθούμε για το αν υπάρχει ισοδυναμία μεταξύ πρωτοτύπου και μεταφράσματος, πρέπει πρωτίστως να διευκρινίσουμε από ποια σκοπιά εξετάζουμε το μετάφρασμα.
Μια επίσης προσέγγιση του ζητήματος της ισοδυναμίας και κατ’ επέκταση της πιστότητας των μεταφράσεων έχουμε από τον M. Cronin, του οποίου το έργο Translation and Globalization (2003) πρόσφατα μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα (2007). Σύμφωνα με τον ίδιο «…η επίκληση των ωραίων απίστων, το απόφθεγμα traduttori traditori και το διαδεδομένο θέσφατο περί απωλειών κατά τη μετάφραση της ποίησης είναι ενδεικτικά της αντίληψης ότι οι μεταφραστές δεν είναι άτομα μεγάλης εμπιστοσύνης και ότι η μετάφραση είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια ανέντιμη απασχόληση», καθώς η ισοδυναμία δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί. Λίγο παρακάτω ο ίδιος συμπληρώνει πως η αντίληψη αυτή ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, καθώς «…η μετάφραση είναι… ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνίες και οι κουλτούρες αντέχουν στο χρόνο». Ο Cronin θεωρεί την ισοδυναμία επιτεύξιμη και μάλιστα βαρύνουσας σημασίας σε έναν πολυπολιτισμικό κόσμο, όπου όμως ο γλωσσικός πλούτος ολοένα και συρρικνώνεται λόγω της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, ο ρόλος του μεταφραστή είναι να αναζητήσει τρόπους διατήρησης τόσο της γλωσσικής ποικιλομορφίας όσο και της πολιτισμικής κληρονομιάς κάθε γλωσσικής κοινότητας.
*Σ.τ.Μ.: Ουφ! Ξαναθυμήθηκα την πτυχιακή μου! Έκανα μια επιμέλεια, άλλαξα κάποια πράγματα και σας παρουσίασα ένα απόσπασμα απο το θεωρητικό της κομμάτι, όπου μέσα από μια σύντομη αναδρομή στην Ιστορία της Μετάφρασης, προσπάθησα να συνοψίσω κάποια πράγματα που έχουν ειπωθεί για το φλέγον ζήτημα της Ισοδυναμίας στη Μετάφραση! Σε ρόλο Wikipedia λοιπόν…για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι!
Πέμπτη 27 Μαΐου 2010
Σε Μένα οι Λέξεις Μοιάζουν σαν Πουλιά...
Κι αφού από την προηγούμενη ανάρτηση έχουμε και λένε για τις λέξεις…σε μένα οι λέξεις μοιάζουν σαν πουλιά. Για να ’μαι ειλικρινής, σαν τα πουλιά μου φεύγουν απ’ τα χέρια. Οι σπάνιες λέξεις είναι σπάνια πουλιά, οι άλλες, οι κοινόχρηστες, είναι πουλιά συνηθισμένα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως κι αυτά δεν θέλουν τη φροντίδα μας. Υπάρχουν λέξεις που κρυώνουνε και ίσως να πεθαίνουν κιόλας απ’ το κρύο. Όμως ένα καλό που έχουνε οι λέξεις, δεν το έχουνε οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι ζούνε μια φορά. Αντίθετα, εκείνες μπορούνε ν’ αναστηθούν, ίσως γιατί στ’ αλήθεια δεν πεθαίνουν ποτέ. Ξέρετε τι παθαίνουν; Απολιθώνονται και κάθονται καρτερικά και περιμένουν σαν το παιχνίδι με τα αγάλματα. Ποιον περιμένουν; Εγώ νομίζω πως μπορεί να περιμένουνε κι εμένα. Δεν λέω μονάχα εμένα. Νομίζω, όμως, πως έχουν τις ελπίδες τους στηρίξει στα παιδιά. Είναι πουλιά από πηλό που περιμένουνε να τα ζεστάνουμε με την ανάσα μας. Λέω «αμέθυστος» και κάτι αστράφτει, λέω «αμάραντος» και γίνομαι μεγάλη σαν βουνό, λέω «ζαρκάδι» και μπροστά μου ανοίγεται ένας κάμπος.
Πάντως δεν φέρονται στις λέξεις όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Υπάρχουνε πολλοί που φέρονται καθώς ο κυνηγός που έμαθε σκοποβολή βάζοντας στόχο την καρδιά ενός αηδονιού. Άλλοι πάλι στήνουνε δόκανα να πιάσουν τις πιο σπάνιες. Είναι οι συλλέκτες. Αυτοί τις βάζουν σε κλουβιά και τις επιδεικνύουν. Οι πιο άκαρδοι μάλιστα τις ταριχεύουν κιόλας! Τότε τις βλέπεις σε σαλόνια, ακίνητες με ανοιχτά φτερά. Πολλοί τις λέξεις τις θεωρούνε φαίνεται ένα νόστιμο μεζέ. Τις πιο μικρές και τρυφερές τις κάνουν μια χαψιά. Οι πιο σπάταλοι από αυτούς τις φτύνουν κιόλας. Άλλοι πάλι παίζουν μαζί τους επικίνδυνα παιχνίδια, όπως η γάτα μου προχθές που για ένα γούστο σκότωσε ένα τόσο δα παπαγαλάκι κι έπειτα το παράτησε νεκρό στην τσιμεντένια αυλή. Εγώ, όταν μεγαλώσω, δεν θα ’θελα να μοιάσω με κανέναν από αυτούς. Γι’ αυτό και λέω μέσα μου μια λέξη μαγική: λέω τη λέξη «άψινθος». Και τώρα, θα ρωτήσετε, τι πάει να πει. Και δε μου λέτε, άμα την ξέρατε, θα ήτανε μια λέξη μαγική;
*Σ.τ.Μ.: Ένα απίστευτα όμορφο, κατά τη γνώμη μου, απόσπασμα από τους Θεματικούς Κύκλους Έκφραση-Έκθεση Γ’ Λυκείου. Ποιος να το φανταζόταν ότι θα το ξανάπιανα στα χέρια μου;!
Σάββατο 22 Μαΐου 2010
Εγχειρίδιο Βλακείας
Δεν υπάρχει ιδεωδέστερη λέξη άμεσης και καταλυτικής προσωπικής κριτικής. Οι λέξεις μαλάκας, μαλακία και τα παράγωγά τους χρησιμοποιούνται για πρόσωπα και καταστάσεις που ξέφυγαν της κοινής λογικής ή των ηθικών και αισθητικών κριτηρίων. Ένα καλλιτεχνικό έργο, μια πολιτική δήλωση ή ενέργεια απαξιώνονται μονολεκτικά και αστραπιαία ως «μαλακία». Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα∙ δεν υπάρχει ίσως ο χρόνος, η διάθεση ή και η ικανότητα για εμβάθυνση, μα αποδίδει το τελικό συμπέρασμα που σχηματίστηκε μέσα σου. Χρησιμοποιείται ακόμα και ως αυτοκριτική: «τι βλέπεις; μαλακίες» (ανοησίες, μπούρδες), «τι κάνεις; μαλακίες» (τίποτα άξιο λόγου, κάτι που δεν μου αρμόζει). «Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας», λέει ο ατσαλάκωτος παρουσιαστής από την οθόνη, έτοιμος να ξεκινήσει το τροπάρι του, και ο βαριεστημένος τηλεθεατής, που έχει πάρει χαμπάρι πια τι νούμερο είναι, του απαντάει ενδόμυχα και κάποτε μουρμουριστά «καλώς τον μαλάκα».
Έχουν παρουσιαστεί κατά καιρούς διάφορες κλίμακες μέτρησης, μεταξύ των οποίων και το περιβόητο IQ (Intelligence Quotient), που φιλοδοξούν να ζυγίσουν τη νοημοσύνη μας. Η διαφορά επίδοσης σε αυτά τα τεστ "γρήγορης αντίληψης" αποτυπώνει μάλλον το παρελθόν των εξεταζόμενων παρά το μέλλον τους∙ άλλη ετοιμότητα διαθέτει το παιδί της μεγαλούπολης και άλλη της περιφέρειας, του ανώτερου κύκλου από του εργατικού σπιτιού. Και σε κάθε περίπτωση ο δείκτης ευφυΐας (το σκορ) που εξάγεται με αυτά τα τεστ είναι ένα μέτρο μεγέθους της σχολικής ικανότητας και τίποτα παραπάνω∙ «σκάρτα ζύγια» δηλαδή, αφού χαρακτήρας, κρίση, πείρα και πρωτοβουλία, που είναι όροι επιτυχίας στη ζωή, δεν μαθαίνονται στα βιβλία. Ο «μετρημένα» εξυπνότερος της τάξης, του σχολείου, της πόλης, της χώρας, του κόσμου είναι κάπως σαν τον τίτλο των καλλιστείων∙ την όποια αξία του διατηρεί μόνο μεταξύ εκείνων που διαγωνίστηκαν. Γι’ αυτό βλέπεις ξαφνικά μια πωλήτρια καταστήματος που μπροστά της σβήνουν όλες οι Μις και οι Σταρ της δεκαετίας.
2ον διότι είναι ένα από τα πιο ωραία βιβλία που έχω διαβάσει! Ευφυέστατο, αν και διαπραγματεύεται ακριβώς το αντίθετο, ευανάγνωστο, περιεκτικό, ευχάριστο και για να το αφήσετε από τα χέρια σας, πρέπει πρώτα να το τελειώσετε! Το συνιστώ ανεπιφύλακτα! Μετά την ανάγνωση του, σίγουρα θα νιώθετε "λιγότερο ή περισσότερο βλάκες", ανάλογα σε ποια κατηγορία κατατάσσετε τον εαυτό σας τώρα!