*Σ.τ.Μ: Σημείωμα της Μεταφράστριας

Η επιλογή του ονόματος του blog είναι ένας τρόπος απόδοσης φόρου τιμής στους αφανείς ήρωες, στους άγνωστους μεταφραστές, που πάντα μένουν στο περιθώριο. Σε αυτούς που το έργο τους συνήθως δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και το όνομά τους δεν αναφέρεται συχνά. Σε όλους αυτούς, που για πολλούς πρέπει να ξέρουν τα πάντα, αλλά για τους περισσότερους δεν κάνουν τίποτα. Είναι μια απάντηση στην ερώτηση: «Με τί ασχολείσαι; Α! Το σπούδασες;» και σε σχόλια τύπου: «Σιγά, μωρέ τη δουλειά! Ανοίγεις λεξικό, βρίσκεις λέξη, κλείνεις λεξικό». Η μετάφραση είναι πολλά παραπάνω από λεξικά και ηλεκτρονικά προγράμματα και η δουλειά του μεταφραστή δεν περιορίζεται στο τέλος μια σελίδας υπό το σύμβολο Σ.τ.Μ! Κι αν για πολλούς, οι μεταφραστές είναι «αόρατοι», εδώ συμμεριζόμαστε την άποψη του M. Serres για τους μεταφραστές, σύμφωνα με την οποία, οι μεταφραστές πρέπει να αποτελέσουν αναπόσπαστο κομμάτι της συντροφιάς των αγγέλων και να μην ξεχνούν ότι ... les pires Anges se voient; les meilleurs disparaissent…(οι χειρότεροι άγγελοι είναι ορατοί, οι καλύτεροι εξαφανίζονται). Με αυτό το blog θα εξαφανιστούμε σίγουρα, παναπεί θα γίνουμε καλύτεροι!

*Σ.τ.Μ.: Κι αν νομίζετε ότι σ’ αυτό το blog θα βρείτε μόνο Μεταφραστικά, γελιέστε! Σε αυτή την πόλη των Αγγέλων…ο Θεός είναι η Γλώσσα, την οποία και θα υμνούμε! ΕυΛόγησον!

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Mariapedia (1)


Στην προηγούμενη ανάρτηση αναρωτιόμασταν: Ντουλαπάς ή Υπουργός; Καταλήξαμε ότι με τα σημερινά δεδομένα και με βάση την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας, οι δυο αυτές λέξεις είναι ισοδύναμες! Τι είναι λοιπόν η ισοδυναμία στη μετάφραση; Η έννοια της ισοδυναμίας αποτελεί κεντρική έννοια και λέξη-κλειδί στις μεταφραστικές θεωρίες. Απασχόλησε και απασχολεί την πλειονότητα των θεωρητικών και δεν υπάρχει περίπτωση να μην την συναντήσει κάποιος, που ασχολείται με τις μεταφραστικές σπουδές. Αναζητώντας τους ορισμούς που κατά καιρούς έχουν δοθεί στην έννοια «μετάφραση», θα συναντήσουμε και τον εξής: «μετάφραση είναι η μετατροπή ενός κειμένου μιας γλώσσας (αφετηρίας) σε ισοδύναμο κείμενο μιας άλλης γλώσσας (στόχου)». Ήδη από τον ορισμό της μετάφρασης, λοιπόν, εμφανίζεται και η έννοια της «ισοδυναμίας».
  Ο ρώσος δομιστής R. Jakobson (1896-1982) ήταν αυτός που στο έργο του On Linguistic Aspects of Translation (1957) ανέφερε πρώτος τον όρο «ισοδυναμία» και τόνισε την ύπαρξη τριών ειδών μεταφράσεων: της ενδογλωσσικής μετάφρασης (αναδιατύπωση), της ερμηνείας δηλαδή σημείων μέσω άλλων σημείων της ίδιας γλώσσας, της διασημειωτικής (μετάλλαξη), της ερμηνείας δηλαδή σημείων μέσω συμβόλων και της διαγλωσσικής (καθαυτή μετάφραση), της ερμηνείας δηλαδή σημείων μέσω μιας άλλης γλώσσας. Η ύπαρξη ή όχι της ισοδυναμίας δεν αφορά μόνο το τρίτο είδος μετάφρασης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά μπορεί να αναζητηθεί η ύπαρξή της και στα άλλα είδη. Επίσης, θα πρέπει να ερευνηθεί και να αναλυθεί το γεγονός, αν τελικά είναι επιτεύξιμη ή όχι η ισοδυναμία, λαμβάνοντας υπόψη και το είδος της μετάφρασης∙ αν δηλαδή έχουμε να κάνουμε με οικονομικό, νομικό, τεχνικό, λογοτεχνικό κ.τ.λ. κείμενο. Η ισοδυναμία, λοιπόν, δεν έχει να κάνει μόνο με το είδος της μετάφρασης (ενδογλωσσική, διαγλωσσική, διασημειωτική) αλλά και με το είδος του προς μετάφραση κειμένου. Σύμφωνα με τον R. Jakobson, ο οποίος ανάγει την ισοδυναμία εν διαφορά σε πρώτιστο πρόβλημα της γλώσσας και επίκεντρο της Γλωσσολογίας, το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις γλώσσες, άλλοτε μεγαλύτερες και άλλοτε μικρότερες, δεν καθιστά τη μετάφραση αδύνατη∙ αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι να αναγκάζεται ο μεταφραστής να καταφεύγει στη χρήση δανείων, νεολογισμών, σημειωτικών μετατοπίσεων κ.τ.λ.
  Σύμφωνα και πάλι με τον R. Jakobson η μετάφραση γεννήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και οι δυο εξέχουσες προσωπικότητες που επηρέασαν την πορεία της ήταν ο Κικέρωνας και ο Οράτιος. Αν και επρόκειτο για μια πρώιμη ακόμα εποχή, βλέπουμε να έχει ήδη γίνει η διάκριση μεταξύ μετάφρασης λέξεων (word for word translation) και μετάφρασης νοημάτων (sense for sense translation) ή διαφορετικά να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην «κατά λέξη» και την «ελεύθερη» μετάφραση καθώς και τη σαφή κλίση, τόσο του Κικέρωνα όσο και του Οράτιου, προς την δεύτερη. Η επιλογή της μετάφρασης νοημάτων δεν ήταν τυχαία αλλά συνοδευόταν και καθοδηγούνταν παράλληλα από ένα αίσθημα ευθύνης και καθήκοντος προς τους αναγνώστες του μεταφράσματος. Προφανώς από την εποχή εκείνη γινόταν κατανοητό πως το ζητούμενο στη μετάφραση είναι να κατανοήσει και να αισθανθεί ο αναγνώστης του κειμένου-στόχος αυτά ακριβώς που θα κατανοήσει και θα αισθανθεί ο αναγνώστης του κειμένου-πηγή.
    Η μετάφραση της Βίβλου αποτέλεσε τον επόμενο σημαντικό σταθμό στην εξελικτική πορεία της μετάφρασης, όπου το δίλημμα «κατά λέξη» ή «ελεύθερη» μετάφραση για την επίτευξη και πάλι της ισοδυναμίας επανέρχεται και αφορά σε αυτή την περίπτωση ένα άκρως αμφιλεγόμενο ζήτημα εφόσον έχει να κάνει με τη μετάφραση ενός θρησκευτικού βιβλίου (βλ. ανάρτηση Holy Spirit).
   Τον 15ο αιώνα ο ρόλος της μετάφρασης άλλαξε κατά πολύ λόγω της ανακάλυψης της τυπογραφίας από τη μια πλευρά και των γενικότερων κοινωνικών ανακατατάξεων και επιστημονικών ανακαλύψεων από την άλλη. Οι αλλαγές αυτές κατέδειξαν την ανάγκη δημιουργίας μιας μεταφραστικής θεωρίας. Μια πρώτη προσπάθεια γίνεται από τον E. Dolet το 1540, όταν δημοσιεύει τις 5 αρχές βάσει των οποίων θα πρέπει να δουλεύουν οι μεταφραστές, δίνοντας έμφαση στην κατανόηση και εκτίμηση του πρωτοτύπου καθώς και στη διευκρίνιση της θέσης που πρόκειται να κατέχει το μετάφρασμα στον πολιτισμό της γλώσσας-στόχος. Οι αρχές αυτές υιοθετήθηκαν και εμπλουτίστηκαν μετά το 1558 από τον μεταφραστή των ομηρικών επών G. Chapman, ο οποίος συνοπτικά υποστήριζε ότι ο μεταφραστής πρέπει: α) να αποφεύγει τη λέξη προς λέξη μετάφραση, β) να αιχμαλωτίζει το πνεύμα του πρωτοτύπου και γ) να αποφεύγει τις πολύ «χαλαρές» μεταφράσεις, συμβουλευόμενος άλλες εκδοχές, ερμηνείες και επιστημονικές έρευνες σχετικά με το προς μετάφραση κείμενο. Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η χρησιμοποίηση της καθομιλουμένης γλώσσας και ενός σύγχρονου ύφους.
Κατά τον 16ο αιώνα και γενικότερα στην Αναγέννηση η μετάφραση είχε πια αναδειχτεί σε μια δραστηριότητα βαρύνουσας σημασίας, ικανή να επηρεάσει και να διαμορφώσει την πνευματική ζωή της εποχής. Στόχος του μεταφραστή δεν είναι πια η πιστή απόδοση του συγγραφικού ύφους και του πρωτότυπου κειμένου αλλά η ενεργή συμμετοχή του ίδιου στη δημιουργική αναπαραγωγή του πρωτοτύπου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταφραστών που ακολούθησαν αυτό το δρόμο ήταν οι ποιητές T. Wyatt και H. Howard, οι οποίοι έθεσαν ως στόχο των μεταφράσεων τους τα κείμενα που θα παράγουν να επιτελούν την ίδια λειτουργία στον πολιτισμό της γλώσσας-στόχος με αυτή που επιτελούν τα πρωτότυπα κείμενα στον πολιτισμό της γλώσσας-πηγή, απομακρύνοντας τη μεταφραστική διαδικασία από την προσήλωση στη λεξιλογικό ή το διαπροτασιακό επίπεδο. Επίσης, ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η παρουσία του Ph. Holland, του οποίου τα μεταφράσματα αποτέλεσαν εκσυγχρονισμένες εκδοχές του πρωτοτύπου μέσα από τη σύγχρονη ορολογία, τις προσθήκες, τις παραλείψεις και τις τροποποιήσεις του αρχικού κειμένου.
   Τον αμέσως επόμενο αιώνα σημειώνεται μια στροφή προς στους Έλληνες και Γάλλους κλασσικούς συγγραφείς και τα έργα τους μεταφράζονται περισσότερο από ποτέ. Οι προσωπικότητες που ξεχωρίζουν τον 17ο αιώνα για τις απόψεις τους περί μετάφρασης ήταν οι ποιητές J. Denham και A. Cowley, που υποστήριξαν την αναπαραγωγή του κεντρικού πυρήνα του πρωτοτύπου από το μεταφραστή σε ένα έργο ισοδύναμο του πρωτοτύπου αλλά δοσμένου σε διαφορετικό κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Στον αντίποδα των δυο προαναφερθέντων έρχεται η θεωρία του J. Dryden και η διάκριση των μεταφραστικών τακτικών σε μετά-φραση (λέξη προς λέξη), παρά-φραση (μετάφραση νοημάτων) και μιμητισμό (τροποποίηση του πρωτοτύπου κατά βούληση), υιοθετώντας την μετάφραση νοημάτων/παρά-φραση και απορρίπτοντας τις άλλες δυο, ως ακραίες εκφάνσεις της μεταφραστικής διαδικασίας.
   Αργότερα ο S. Johnson μετατόπισε την έμφαση στον αναγνώστη υπογραμμίζοντας ότι σκοπός του κάθε συγγραφέα είναι να διαβάζονται τα κείμενά του από τους εκάστοτε σύγχρονους αναγνώστες. Από την εν λόγω αρχή πηγάζει και η ηθική ευθύνη του μεταφραστή απέναντι στον αναγνώστη, μια θέση που σημάδεψε τις περί μετάφρασης αντιλήψεις τον 18ο αιώνα. Την ίδια εποχή συναντούμε την προσέγγιση του J. W. von Goethe, για τον οποίο ο μεταφραστής θα πρέπει να εντοπίσει και να αναπαράγει τις καθολικές βαθιές δομές του πρωτοτύπου σε ένα κείμενο με νέα μορφή και δομή που όμως αντικατοπτρίζει τη μοναδικότητα του πρωτοτύπου, αλλά και την προσέγγιση του A. F. Tytler, για τον οποίο ο ικανός μεταφραστής χρησιμοποιώντας τα δικά του μέσα αναπαράγει το «πνεύμα» και το «αποτέλεσμα» του πρωτοτύπου χωρίς όμως η μετάφρασή του να γίνεται ελεύθερη. Σε γενικές γραμμές ο ρόλος του μεταφραστή τον 18ο αιώνα είναι υποβαθμισμένος, πράγμα που εύκολα δικαιολογείται αν λάβουμε υπόψη μας ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου της εποχής εκείνης είχε πρόσβαση στα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, τις βασικές γλώσσες αφετηρίας, οπότε μπορούσαν να διαβάσουν όλα τα μεγάλα έργα στο πρωτότυπο και κατ’ επέκταση να μη θεωρούν τη μετάφραση αναγκαία.
   Το ζήτημα της ισοδυναμίας στη μετάφραση εξακολουθεί να δημιουργεί αντιπαραθέσεις και τον 19ο αιώνα και στρέφεται κυρίως προς το μεταφραστή: από τη μια βρίσκονταν οι υποστηρικτές του δημιουργικού πνεύματος του μεταφραστή που συνδυάζεται με το πνεύμα του συγγραφέα και διανθίζει τη λογοτεχνία και τη γλώσσα στον πολιτισμό-στόχος, στον οποίο απευθύνεται το μετάφρασμα και από την άλλη υπήρχαν και όσοι οριοθετούσαν το ρόλο του μεταφραστή στο να «γνωστοποιεί» το κείμενο ή το συγγραφέα, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην επίτευξη ενός ισοδύναμου κειμένου. Μέσα σε αυτό το κλίμα βλέπουμε τον F. Schleiermacher και τη θεωρία του για μια ξεχωριστή γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά στη λογοτεχνική μετάφραση, θέση που υιοθετήθηκε και από άλλους μεταφραστές, όπως οι T. Carlyle και W. Moris. Οι δυο τελευταίοι, στις μεταφράσεις τους χρησιμοποίησαν ένα ύφος αρχαϊκό με πολλές γλωσσικές δυσκολίες και αρκετά απομακρυσμένο από τη γλώσσα της σύγχρονης ζωής, με αποτέλεσμα εκ των πραγμάτων οι μεταφράσεις τους να απευθύνονται σε περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Η πρώτη αναφορά για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας, σε αυτή την περίπτωση, γλώσσας και τη διευκόλυνση της επικοινωνίας των επιστημόνων, επομένως της μετάφρασης ειδικών κειμένων θα λέγαμε σήμερα, διατυπώθηκε από τον Ισαάκ Νεύτωνα, ο οποίος έγραφε ότι οι διάλεκτοι της κάθε γλώσσας είναι τόσο διαφορετικές και αυθαίρετες, ώστε από αυτές να μην δύναται να δημιουργηθεί μια γενική γλώσσα παρά μόνο από τη φύση των ίδιων των πραγμάτων, η οποία είναι η ίδια σε όλα τα έθνη και σε όλες τις γλώσσες. Και για μια ακόμα φορά εμείς των θεωρητικών βρίσκουμε μπροστά μας τον Νεύτωνα!
Ο F. Schleiermacher από την άλλη πλευρά δηλώνει απερίφραστα πως «…η μετάφραση λογοτεχνικών και θεωρητικών κειμένων μοιάζει ανέφικτη, αφού το νόημα του κειμένου-πηγή διατυπώνεται σε μια γλώσσα, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με μια συγκεκριμένη κουλτούρα και στην οποία η γλώσσα-στόχος δεν μπορεί ποτέ να αντιστοιχεί απόλυτα». Αυτό που πρωτίστως απασχολεί τον Schleiermacher είναι το αν μέσω του μεταφραστή θα πρέπει ο αναγνώστης να έρχεται κοντά στον συγγραφέα του πρωτοτύπου ή ο συγγραφέας κοντά στον αναγνώστη του κειμένου-στόχος. Ο ίδιος προτιμά την πρώτη περίπτωση και τονίζει πως ο μεταφραστής πρέπει να δίνει αξία στο ξένο και να το μεταφέρει στη γλώσσα-στόχος, προκειμένου ο αναγνώστης του μεταφράσματος να σχηματίσει την ίδια άποψη που θα σχημάτιζε και ο αναγνώστης του πρωτοτύπου, δημιουργώντας υπό αυτήν την έννοια ισοδύναμα κείμενα. Την περίοδο αυτή ο ρόλος του μεταφραστή υποβαθμίζεται σημαντικά και οι μεταφράσεις που παράγονται για το κοινό της ελίτ είναι κυριολεκτικά αποδόσεις του πρωτοτύπου, μια θέση εκ διαμέτρου αντίθετη με όσα υποστήριξαν αιώνες πριν ο Κικέρωνας και ο Οράτιος.
  Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα συνεχίζονται οι αντιλήψεις περί κυριολεκτικής, αρχαϊκής μετάφρασης που απευθύνεται σε ένα περιορισμένο, λόγιο κοινό. Υπήρξαν όμως και ορισμένες φωνές που διαφοροποιήθηκαν, όπως ο E. Pound, ο οποίος προχώρησε σε μια συστηματική προσέγγιση των μεταφραστικών προβλημάτων. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η επιστήμη της Γλωσσολογίας επηρέασε αρκετές σύγχρονες μεταφραστικές προσεγγίσεις, μεταξύ των οποίων και η κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση του E. Nida. Η προσέγγιση του Nida εστιάζει στα δομικά στοιχεία του κειμένου ενώ παράλληλα προσδίδει έμφαση στο στόχο της μετάφρασης, στο ρόλο του μεταφραστή, στους αποδέκτες και στις πολιτισμικές πολυπλοκότητες της γλώσσας-στόχος, ενώ ο ίδιος είναι ο θεμελιωτής της «βιβλικής» προσέγγισης της μετάφρασης στη σύγχρονη εποχή. Ο ίδιος εισάγει τις έννοιες «μορφική ισοδυναμία» ως συνώνυμη της «κατά λέξη μετάφρασης» και «δυναμική ισοδυναμία» ως συνώνυμη της «ελεύθερης μετάφρασης», επηρεάζοντας καθοριστικά τον προσανατολισμό της θεωρίας της μετάφρασης προς το δέκτη-αναγνώστη. Ο Nida παραθέτει μια σειρά από τεχνικές, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν τον μεταφραστή να προσδιορίσει τη σημασία διαφορετικών γλωσσικών στοιχείων, να διευκρινίσει δυσνόητα αποσπάσματα, να εντοπίσει τις πολιτισμικές διαφορές, καθώς και να ξεκαθαρίσει τις αμφισημίες, που συναντά κατά τη μεταφραστική διαδικασία, προκειμένου να φτάσει στην καλύτερη δυνατή απόδοση του μηνύματος της γλώσσας-πηγή.
Στον αντίποδα των θεωριών, που εξετάζουν το μεταφραστικό φαινόμενο από την σκοπιά της Γλωσσολογίας, εμφανίστηκαν ορισμένες πραγματείες, οι οποίες εκκινούσαν από την απλή διαπίστωση, ότι η μετάφραση είναι απλώς το πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη και προσπάθησαν να «αποικοδομήσουν το μεταφραστικό φαινόμενο σε περιπτωσιακά ή γενικευμένα ζεύγη σημασιολογικών ή γραμματικών ισοδυναμιών». Οι εισηγητές των απόψεων αυτών ονομάζουν την προσέγγιση τους «Συγκριτική Υφολογία» και αναμφισβήτητοι πρωτεργάτες είναι οι J.P. Vinay και J. Darbelnet με το έργο τους Stylistique Comparée du Français et de l’ Anglais (1958). Οι ίδιοι, εξετάζοντας κείμενα στα αγγλικά και γαλλικά διακρίνουν την «άμεση ή ευθεία μετάφραση» από την «έμμεση ή πλάγια μετάφραση», προτείνοντας με αυτόν τον τρόπο δυο είδη μεταφραστικών στρατηγικών. Το μοντέλο Vinay-Darbelnet, αποτέλεσε μια κλασική ταξινόμηση των γλωσσικών αλλαγών κατά τη μεταφραστική διαδικασία και είχε μεγάλο αντίκτυπο στους μεταφραστικούς κύκλους.
 Από την άλλη πλευρά, η παρουσία του P. Newmark στο χώρο των μεταφραστικών θεωριών προσανατολίζεται προς μια άλλη κατεύθυνση. O ίδιος θεωρεί πως η ύπαρξη του ισοδύναμου αποτελέσματος κατά τη μεταφραστική διαδικασία είναι μια «αυταπάτη» και η απόσταση ανάμεσα στο κείμενο-πηγή και στο κείμενο-στόχος δεν πρόκειται να καλυφθεί. Για τη γεφύρωση αυτού του χάσματος προτείνει τους όρους «σημασιολογική μετάφραση» στη θέση του όρου «μορφική ισοδυναμία» και «επικοινωνιακή μετάφραση» στη θέση του όρου «δυναμική ισοδυναμία», που είχε προτείνει ο E. Nida.
      Το 1965, ο J. Catford στο έργο του A Linguistic Theory of Translation, υιοθετώντας το γλωσσολογικό μοντέλο των J. Firth και M. Halliday, προσεγγίζει περισσότερο και πάλι από γλωσσολογική σκοπιά την έννοια της ισοδυναμίας και εισάγει το ζήτημα των μεταφραστικών «αλλαγών». Σύμφωνα με τον Catford το ισοδύναμο στη γλώσσα-στόχος μπορεί να αναζητηθεί για κάθε λέξη ή μόρφημα (μορφική αντιστοιχία), ή μπορεί να αναζητηθεί και σε επίπεδο πρότασης ή φράσης. Η γλωσσολογική προσέγγιση του J. Catford ήταν ο λόγος που το έργο του υπέστη κριτική. Η κριτική αυτή ήταν εντονότατη δύο δεκαετίες αργότερα από την πλευρά κυρίως της M. Snell-Hornby, η οποία στο έργο της Translation Studies: An Intergrated Approach (1988), αναφέρει πως η μεταφραστική διαδικασία δεν μπορεί να ιδωθεί αποκλειστικά από την πλευρά της Γλωσσολογίας, όπως υποστήριξε ο Catford αλλά και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, καθώς η μετάφραση περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από μια απλή γλωσσολογική ανάλυση για την επίτευξη ισοδυναμίας, εφόσον αποτελεί συγκερασμό πολιτισμών και καταστάσεων.
Παράλληλα αναπτύσσεται η Γερμανική Σχολή και η αρχική προσπάθεια γίνεται το 1971 από την K. Reis, η οποία εισάγει το μεταφραστικό της μοντέλο το οποίο βασίζεται α) στην αρχή της ισοδυναμίας, β) στα κειμενικά είδη και γ) στη λειτουργική σχέση μεταφράσματος-πρωτοτύπου. Η Reis δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην ισοδυναμία στο επίπεδο του κειμένου και αναγνωρίζει, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η ισοδυναμία μεταξύ πρωτοτύπου και μεταφράσματος δεν είναι επιθυμητή ενώ κατανοεί πως στην πρακτική εφαρμογή της μεταφραστικής διαδικασίας πρέπει να γίνουν εξαιρέσεις. Αυτές οι εξαιρέσεις αποσαφηνίζονται από τις οδηγίες προς τον μεταφραστή (translation brief), όπου ορίζεται ο στόχος και η λειτουργία που αναμένεται να έχει το μετάφρασμα στη γλώσσα-στόχος.
   Με την πάροδο των ετών, ορισμένοι θεωρητικοί, όπως ο W. Koller, αναγνωρίζουν την ανάγκη για την υιοθέτηση κάποιων τεχνικών (προσαρμογή, παράφραση, μη κυριολεκτική μετάφραση) που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των αναγνωστών-αποδεκτών. Άλλωστε ο Koller είναι αυτός που διαφοροποιεί την ισοδυναμία (Äquivalenz) από την αντιστοιχία (Korrespondenz) και επισημαίνει ότι η γνώση των αντιστοιχιών δηλώνει τη γλωσσική ικανότητα, ενώ η δυνατότητα ανεύρεσης των κατάλληλων ισοδυναμιών αποτελεί τη μεταφραστική ικανότητα. Ωστόσο, οι εν λόγω τεχνικές προτιμώνται για τα κείμενα μη λογοτεχνικής φύσης και η ασυμφωνία μεταξύ θεωρίας και πράξης εξακολουθεί να υπάρχει. Ο Koller επίσης προτείνει πέντε διαφορετικά είδη ισοδυναμίας∙ την «δηλωτική ισοδυναμία» (αφορά την ισοδυναμία του εξωγλωσσικού περιεχομένου του κειμένου), την «συνδηλωτική ισοδυναμία» (αφορά τις λεξιλογικές επιλογές του μεταφραστή), την «κειμενοκανονιστική ισοδυναμία» (αφορά το είδος του κειμένου), την «πραγματολογική ή επικοινωνιακή ισοδυναμία» (αφορά τον προσανατολισμό του κειμένου προς το δέκτη) και τέλος την «μορφική ισοδυναμία» (αφορά την αισθητική και την τελική μορφή που παίρνει το κείμενο).
 Στη δεκαετία του 1970 εμφανίζεται και ο H. Vermeer, ο οποίος με ένα άρθρο του, σηματοδοτεί την εμφάνιση της μεταφραστικής προσέγγισης του Λειτουργισμού. Ο Vermeer προεκτείνει την προσέγγιση της Reis και αποδεικνύει, ότι η μετάφραση ως ανθρώπινη δραστηριότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με κάποιο συγκεκριμένο στόχο. Ο εν λόγω στόχος ονομάζεται «Σκοπός» (Skopos) της μετάφρασης και διαμορφώνεται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και τον πολιτισμό, ενώ υπαγορεύεται από τους αποδέκτες της μετάφρασης στη γλώσσα-στόχος. Το σύνολο των περί μετάφρασης αντιλήψεων του H. Vermeer αποτελεί την «Θεωρία του Σκοπού» (Skopostheory), η οποία παρουσιάζεται στο έργο που έγραψε με την K. Reiss Grundlegung einer allgemeinen Translationstheorie (1984). Με τη «Θεωρία του Σκοπού» και τον Λειτουργισμό δίνεται μεγαλύτερη έμφαση και ευθύνη στον μεταφραστή, παραγκωνίζονται οι συγκριτικές προσεγγίσεις, η αρχή της ισοδυναμίας περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει διαφοροποίηση της λειτουργίας του κειμένου-στόχος από το κείμενο-πηγή, ενώ η μετάφραση αντιμετωπίζεται πλέον ως διεπιστημονικός κλάδος (μεταφρασεολογία).
    Ένα βήμα πέρα από τον H. Vermeer προχωράει η J. H. Mänttäri, της οποίας η θεωρία αποσκοπεί στο να καλύψει κάθε μορφή διαπολιτισμικής μεταφοράς ακόμη και σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει κείμενο-στόχος και κείμενο-πηγή. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της θεωρίας της είναι ότι αποφεύγει να μιλάει για «μετάφραση» και προτιμά αντί αυτού τον όρο «μεταφορείς μηνύματος» (message transmitters), δηλαδή ένα συνδυασμό γραπτού κειμένου με εικόνες, ήχους και κινήσεις του σώματος που δημιουργείται από ειδικούς με στόχο να μεταδοθεί το μήνυμα χωρίς γλωσσικούς και πολιτισμικούς περιορισμούς. Ακόμη προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση στα πρόσωπα που εμπλέκονται σε μια μετάφραση, σε χαρακτηριστικά όπως ο χώρος, ο χρόνος, το μέσο μετάδοσης και τέλος ορίζει τη μετάφραση ως μια σύνθετη επικοινωνιακή δραστηριότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο σκοπό και περιλαμβάνει ένα σύνολο συμμετεχόντων, άποψη που συμμερίζεται και εφαρμόζει και η C. Nord.   
Η C. Nord, λοιπόν, στη προσέγγισή της περιλαμβάνει την ανάλυση εξωκειμενικών και διακειμενικών παραμέτρων της επικοινωνίας, ενώ υποστηρίζει πως ο μεταφραστής δύναται να εντοπίσει τα προβλήματα που ενδέχεται να αντιμετωπίσει κατά τη μεταφραστική διαδικασία, εάν συγκρίνει το σκοπό της μετάφρασής του με τις λειτουργίες που επιτελεί το κείμενο-πηγή στον αντίστοιχο κόσμο. Η Nord αναφέρεται στη φύση της γλώσσας των λογοτεχνικών κειμένων και μάλιστα σε περιπτώσεις λογοτεχνικών έργων στα οποία η γλώσσα αποκλίνει σημαντικά από συνήθη λογοτεχνικά μοντέλα. Στο βιβλίο της Text Analysis in Translation:Theory, Methodology and Didactic Application of a Model for Translation-Oriented Text Analysis (1988/1991), η C. Nord εκθέτει τέσσερις παραμέτρους βάσει των οποίων μας δίνεται η δυνατότητα να αποσαφηνίσουμε τη λογοτεχνική επικοινωνία των δυο πολιτισμών (αφετηρίας και αφίξεως) καθώς και την πολιτισμική απόσταση ανάμεσα τους. Οι παράμετροι αυτοί είναι οι εξής: α) η σχέση της πρόθεσης του συγγραφέα με το κείμενο, β) η σχέση της πρόθεσης του συγγραφέα με τις προσδοκίες των αποδεκτών, γ) η σχέση του πραγματικού κόσμου με τον κόσμο του κειμένου-πηγή και δ) η σχέση μεταξύ του αποδέκτη και του κειμένου.
   Ένα ακόμη σημαντικό έργο, στο οποίο γίνεται λόγος για την έννοια της ισοδυναμίας και άσκησε επιρροή στον κλάδο της μεταφρασεολογίας είναι αυτό της  M.Baker, In Other Words: A Coursebook on Translation (1992). Η M. Baker εξετάζει το ζήτημα της ισοδυναμίας σε μια σειρά επιπέδων: της λέξης, υπεράνω της λέξης, της γραμματικής, της θεματικής δόμησης, της συνοχής και της πραγματολογίας και η ανάλυσή της εστιάζει στη θεματική δόμηση και τη συνοχή ενός κειμένου. Αυτό που άσκησε μεγάλη επιρροή στην εκπαίδευση των μεταφραστών και κατ’επέκταση στον κλάδο της μεταφρασεολογίας είναι, ότι στο έργο της παρουσιάζει «τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η εκφορά του λόγου σε επικοινωνιακές καταστάσεις».
   Από την άλλη πλευρά, «η επικοινωνιακή κατάσταση» της μεταφραστικής διαδικασίας, εκφράζεται και από τους B. Hatim και I. Mason μέσω των έργων τους Discourse and the Translator (1990) και The Translator as a Communicator (1997), τα οποία επηρέασαν τη μεταφρασεολογία και άσκησαν επιρροή στη δεκαετία του 1990. Οι Hatim και Mason εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνικές σχέσεις μεταβιβάζονται από τη μια γλώσσα στην άλλη μέσω της μετάφρασης, επιτυγχάνοντας ισοδύναμο αποτέλεσμα. Πιο συγκεκριμένα, οι ίδιοι διακρίνουν «δυναμικά» και «σταθερά» στοιχεία σε ένα κείμενο∙ τα περισσότερα «σταθερά» κείμενα-αφετηρίας απαιτούν μια «αρκετά κατά λέξη προσέγγιση», ενώ στα «δυναμικά» κείμενα-αφετηρίας «ο μεταφραστής αντιμετωπίζει πιο ενδιαφέρουσες προκλήσεις και ενδέχεται η κατά λέξη μετάφραση να μην αποτελεί πια επιλογή». Κεντρικός πυρήνας, ωστόσο, των έργων τους είναι ο επικοινωνιακός σκοπός της μεταφραστικής διαδικασίας και η άποψη ότι ο μεταφραστής έχει ελευθερία μέσων αρκεί να επιτύχει ένα εύστοχο επικοινωνιακό αποτέλεσμα, άποψη την οποία συμμερίζεται και ο Nida.
   Το 1997, η J. House με το αναθεωρημένο έργο της A Model for Translation Quality και εμφανώς επηρεασμένη από τον M. Halliday δίνει τη δική της προσέγγιση για το ζήτημα της ισοδυναμίας. Σύμφωνα με την ίδια, η συγκριτική ανάλυση ανάμεσα σε ένα κείμενο-πηγή και ένα κείμενο-στόχος μας επιτρέπει να αποτιμήσουμε την ποιότητα της μετάφρασης και να εξετάσουμε την ύπαρξη ή όχι ισοδυναμίας. Μετά την αποτίμησή της, η μετάφραση μπορεί να κατηγοριοποιηθεί είτε ως έκδηλη ή ανοιχτή (overt) είτε ως συγκεκαλυμμένη ή κλειστή (covert). Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια μετάφραση, η οποία «έκδηλα» δεν απευθύνεται άμεσα στους δέκτες του μεταφράσματος, από την άποψη ότι «το κοινό προς το οποίο απευθύνεται είναι αρκετά ανοιχτό, ώστε να μη μπορεί να θεωρηθεί ότι απευθύνεται κατ’ ευθείαν και αμέσως σ’ αυτό», ενώ στη δεύτερη περίπτωση της συγκεκαλυμμένης μετάφρασης έχουμε μια μετάφραση, η οποία «επέχει στην κουλτούρα-στόχος τη θέση ενός πρωτότυπου κειμένου-πηγή», αναδεικνύει δηλαδή ένα κείμενο σε πρωτότυπο κείμενο και όχι σε μετάφρασμα. Για να επιτευχθεί το δεύτερο είδος μετάφρασης η Hause αναφέρει ότι ο μεταφραστής πρέπει να χρησιμοποιεί το επονομαζόμενο «πολιτιστικό φίλτρο» (cultural filter), ώστε να τροποποιηθούν τα πολιτισμικά στοιχεία και να δημιουργηθεί η εντύπωση στους δέκτες του μεταφράσματος ότι το κείμενο-στόχος είναι ένα πρωτότυπο κείμενο.
   Ο όρος «φίλτρο» στις θεωρίες περί ισοδυναμίας αναφέρεται και στην πρόσφατη (2007) έρευνα της H. Pekkanen, η οποία περιγράφει τον συγγραφέα και τον μεταφραστή ως ένα ντουέτο δυο παράλληλων φωνών, που συμμετέχουν σε μια μουσική αναπαράσταση του έργου τού συγγραφέα, χωρίς όμως να λείπουν και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του μεταφραστή. Η μεταφορά αυτή χρησιμοποιείται από την ίδια προκειμένου να δείξει ότι το κείμενο-στόχος πάντα αποτελεί εκδοχή του πρωτότυπου κειμένου, που φιλτράρεται από τον μεταφραστή και ότι τελικά η ισοδυναμία μπορεί να ερευνηθεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες: από την πλευρά του κειμένου-πηγή και της κουλτούρας-πηγή, από την πλευρά του κειμένου-στόχος και της κουλτούρας-στόχος και τέλος από την πλευρά του ίδιου του μεταφραστή. Για να κρίνουμε λοιπόν μια μετάφραση και να αποφανθούμε για το αν υπάρχει ισοδυναμία μεταξύ πρωτοτύπου και μεταφράσματος, πρέπει πρωτίστως να διευκρινίσουμε από ποια σκοπιά εξετάζουμε το μετάφρασμα.
   Μια επίσης προσέγγιση του ζητήματος της ισοδυναμίας και κατ’ επέκταση της πιστότητας των μεταφράσεων έχουμε από τον M. Cronin, του οποίου το έργο Translation and Globalization (2003) πρόσφατα μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα (2007). Σύμφωνα με τον ίδιο «…η επίκληση των ωραίων απίστων, το απόφθεγμα traduttori traditori και το διαδεδομένο θέσφατο περί απωλειών κατά τη μετάφραση της ποίησης είναι ενδεικτικά της αντίληψης ότι οι μεταφραστές δεν είναι άτομα μεγάλης εμπιστοσύνης και ότι η μετάφραση είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια ανέντιμη απασχόληση», καθώς η ισοδυναμία δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί. Λίγο παρακάτω ο ίδιος συμπληρώνει πως η αντίληψη αυτή ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, καθώς «…η μετάφραση είναι… ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνίες και οι κουλτούρες αντέχουν στο χρόνο». Ο Cronin θεωρεί την ισοδυναμία επιτεύξιμη και μάλιστα βαρύνουσας σημασίας σε έναν πολυπολιτισμικό κόσμο, όπου όμως ο γλωσσικός πλούτος ολοένα και συρρικνώνεται λόγω της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, ο ρόλος του μεταφραστή είναι να αναζητήσει τρόπους διατήρησης τόσο της γλωσσικής ποικιλομορφίας όσο και της πολιτισμικής κληρονομιάς κάθε γλωσσικής κοινότητας.  

*Σ.τ.Μ.: Ουφ! Ξαναθυμήθηκα την πτυχιακή μου! Έκανα μια επιμέλεια, άλλαξα κάποια πράγματα και σας παρουσίασα ένα απόσπασμα απο το θεωρητικό της κομμάτι, όπου μέσα από μια σύντομη αναδρομή στην Ιστορία της Μετάφρασης, προσπάθησα να συνοψίσω κάποια πράγματα που έχουν ειπωθεί για το φλέγον ζήτημα της Ισοδυναμίας στη Μετάφραση! Σε ρόλο Wikipedia λοιπόν…για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι!

3 σχόλια:

Unknown είπε...

Τί σύντομη αναδρομή! Εσύ εδώ μας μάγεψες!! Καταπληκτικό!!
Δημήτρης Ρ.

Bery είπε...

Ευχαριστώ πολύ, αλλά η αναδρομή είναι πραγματικά σύντομη! Φαντάζεστε τί θα γινόταν αν δεν ήταν σύντομη!

Ανώνυμος είπε...

Εκπληκτική!!!Σου αξίζουν πολλα μπράβο για την δημιουργία σου. Ωφείλω να ομολογήσω πως με βοήθησες τόσο για μια εργασία μου..Να σαι καλά :D